αντιμένω

αντιμένω
(για πλοίο) ελαττώνω ταχύτητα και αλλάζω πορεία, τραβερσάρω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξαντιμεύω — ανταμείβω, ανταποδίδω, ξεπληρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + αντιμενω «ανταμείβω, ανταποδίδω»] …   Dictionary of Greek

  • στέκω — και μέσ. στέκομαι ΝΜ 1. ίσταμαι, παραμένω όρθιος (α. «στεκόταν μπροστά στο σπίτι του» β. «πῶς στέκεσαι καὶ πῶς ἐμβλεματίζεις», Πρόδρ.) 2. (το γ πρόσ. αορ.) στάθηκε συνέβη νεοελλ. 1. σταματώ, παύω να βαδίζω (α. «στάθηκε ξαφνικά στη γωνιά τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”